- μαραγκούδικο
- το столярная мастерская
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαραγκούδικο — το [μαραγκός] το εργαστήριο τού μαραγκού, το ξυλουργείο … Dictionary of Greek
μαραγκούδικο — το το εργαστήρι του μαραγκού, το ξυλουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλουργείο — το εργαστήριο κατεργασίας τού ξύλου, μαραγκούδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] … Dictionary of Greek